Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaccarinàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sakkariˈnato] που έχει σακχαρίνη (αντί για ζάχαρη) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |