Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsabotatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sabotaˈtore] 1 σαμποτέρ 2 υπονομευτής 3 δολιοφθορέας 4 πεμπτοφαλαγγίτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |