Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsabbàtico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sabˈbatiko] 1 ο της αγρανάπαυσης κάθε 7 χρόνια 2 σαββατικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |