Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rotatìva (θηλ.ουσ) rotolóni (επίρ.)
rotativìsta (ουσ αρσ και θηλ.) rotonàve (θηλ.ουσ)
rotatìvo (επίθ.) rotónda (θηλ.ουσ)
rotàto (επίθ.) rotondeggiànte (επίθ.)
rotatòrio (επίθ.) rotondeggiàre (ρ.αμτβ.)
rotazionàle (αρσ. επίθ και ουσ) rotondità (θηλ.ουσ)
rotazióne (θηλ.ουσ) rotóndo (αρσ. επίθ και ουσ)
roteaménto (ουσ αρσ ) rotóre (ουσ αρσ )
roteàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) rotòrico (επίθ.)
roteazióne (θηλ.ουσ) ròtta (θηλ.ουσ)
rotèlla (θηλ.ουσ) rottamàggio (ουσ αρσ )
rotellìsta (ουσ αρσ και θηλ.) rottamàre (ρ. μτβ.)
rotìferi (ουσ αρσ πληθ.) rottàme (ουσ αρσ )
rotìsmo (ουσ αρσ ) rótto (επίθ.)
rotocàlco (ουσ αρσ ) rottùra (θηλ.ουσ)
rotocalcografìa (θηλ.ουσ) ròtula (θηλ.ουσ)
rotocalcogràfico (επίθ.) rotùleo (επίθ.)
rotocalcògrafo (ουσ αρσ ) roulette (θηλ.ουσ)
rotolaménto (ουσ αρσ ) roulotte (θηλ.ουσ)
rotolànte (επίθ.) roulottìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
rotolàre (ρ.αμτβ.) round (ουσ αρσ )
rotolarsi (ρ.μ. (αντων.)) routine (θηλ.ουσ)
rotolìo (ουσ αρσ ) rovàio (ουσ αρσ )
ròtolo (ουσ αρσ ) rovèllo (ουσ αρσ )
rotolóne (ουσ αρσ ) rovènte (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: