Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ravvivànte (επίθ.) razionaménto (ουσ αρσ )
ravvivàre (ρ. μτβ.) razionàre (ρ. μτβ.)
ravvivarsi (ρ.μ. (αντων.)) razióne (θηλ.ουσ)
ravvivatóre (αρσ. επίθ και ουσ) ràzza (θηλ.ουσ)
ravvòlgere (ρ. μτβ.) razzatóre (ουσ αρσ )
ravvolgersi (ρ.μ. (αντων.)) razzìa (θηλ.ουσ)
ravvolgiménto (ουσ αρσ ) razziàle (επίθ.)
ravvòlto (επίθ.) razziàre (ρ. μτβ.)
ravvoltolàre (ρ. μτβ.) razziatóre (ουσ αρσ )
ravvoltolarsi (ρ.μ. (αντων.)) razzìsmo (ουσ αρσ )
ràyon (ουσ αρσ ) razzìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
raziocinànte (επίθ.) razzìsta (επίθ.)
raziocinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) razzìstico (επίθ.)
raziocinatìvo (επίθ.) ràzzo (ουσ αρσ )
raziocinatóre (αρσ. επίθ και ουσ) razzolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raziocìnio (ουσ αρσ ) razzolàta (θηλ.ουσ)
razionàle (ουσ αρσ ) razzolatùra (θηλ.ουσ)
razionàle (επίθ.) razzolìo (ουσ αρσ )
razionalìsmo (ουσ αρσ ) razzumàglia (θηλ.ουσ)
razionalìsta (ουσ αρσ και θηλ.) (ουσ αρσ )
razionalìstico (επίθ.) reagènte (ουσ αρσ )
razionalità (θηλ.ουσ) reagènte (επίθ.)
razionalizzàre (ρ. μτβ.) reagìre (ρ.αμτβ.)
razionalizzazióne (θηλ.ουσ) reàle (ουσ αρσ )
razionalménte (επίρ.) reàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: