Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

putìzza (θηλ.ουσ) pùzzo (ουσ αρσ )
putrèdine (θηλ.ουσ) pùzzola (θηλ.ουσ)
putredinóso (επίθ.) puzzolènte (επίθ.)
putrefàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) puzzolenteménte (επίρ.)
putrefarsi (ρ.μ. (αντων.)) puzzonàta (θηλ.ουσ)
putrefàtto (αρσ. επίθ και ουσ) puzzóne (ουσ αρσ )
putrefazióne (θηλ.ουσ) qua (επίρ.)
putrèlla (θηλ.ουσ) quàcchera (θηλ.ουσ)
putrescènte (επίθ.) quaccherìsmo (ουσ αρσ )
putrescènza (θηλ.ουσ) quàcchero (αρσ. επίθ και ουσ)
putrescìbile (επίθ.) quàcquera (θηλ.ουσ)
putrescìna (θηλ.ουσ) quacquerìsmo (ουσ αρσ )
putridità (θηλ.ουσ) quadernàrio (ουσ αρσ )
pùtrido (ουσ αρσ ) quadernàrio (επίθ.)
pùtrido (επίθ.) quadèrno (ουσ αρσ )
putridùme (ουσ αρσ ) quadragenàrio (ουσ αρσ )
putsch (ουσ αρσ ) quadragenàrio (επίθ.)
puttàna (θηλ.ουσ) quadragèsimo (ουσ αρσ )
puttaneggiàre (ρ.αμτβ.) quadragèsimo (επίθ.)
puttanésco (επίθ.) quadrangolàre (αρσ. επίθ και ουσ)
puttanière (ουσ αρσ ) quadràngolo (ουσ αρσ )
pùtto (ουσ αρσ ) quadràngolo (επίθ.)
pùzza (θηλ.ουσ) quadrantàle (επίθ.)
puzzacchiàre (ρ.αμτβ.) quadrànte (ουσ αρσ )
puzzàre (ρ.αμτβ.) quadràre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: