Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quadrangolàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kwadrangoˈlare]

1 τετράγωνος
2 τετραγωνικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quadragesimo quadrangolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quaderno (ουσ αρσ )
quadragenario (ουσ αρσ )
quadragenario (επίθ.)
quadragesimo (ουσ αρσ )
quadragesimo (επίθ.)
quadrangolare (αρσ. επίθ και ουσ)
quadrangolo (ουσ αρσ )
quadrangolo (επίθ.)
quadrantale (επίθ.)
quadrante (ουσ αρσ )
quadrare (ρ.αμτβ.)
quadratico (επίθ.)
quadrato (ουσ αρσ )
quadrato (επίθ.)
quadratura (θηλ.ουσ)
quadrellatura (θηλ.ουσ)
quadrello (ουσ αρσ )
quadreria (θηλ.ουσ)
quadrettare (ρ. μτβ.)
quadrettato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---