Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόquadràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kwaˈdrato] το τετράγωνο quadràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kwaˈdrato] τετράγωνος (-ή, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |