Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quadrellatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kwadrellaˈtura]

1 πλέγμα
2 χωρισμός σε τετράγωνα
3 τετραγωνισμός χαρτιού ή χάρτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quadratura quadrello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quadrare (ρ.αμτβ.)
quadratico (επίθ.)
quadrato (ουσ αρσ )
quadrato (επίθ.)
quadratura (θηλ.ουσ)
quadrellatura (θηλ.ουσ)
quadrello (ουσ αρσ )
quadreria (θηλ.ουσ)
quadrettare (ρ. μτβ.)
quadrettato (αρσ. επίθ και ουσ)
quadrettatura (θηλ.ουσ)
quadretto (ουσ αρσ )
quadrica (θηλ.ουσ)
quadricipite (αρσ. επίθ και ουσ)
quadrico (επίθ.)
quadricromia (θηλ.ουσ)
quadricromico (επίθ.)
quadricromo (επίθ.)
quadridimensionale (επίθ.)
quadriennale (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---