Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pubblicàre (ρ. μτβ.) pudóre (ουσ αρσ )
pubblicàto (αρσ. επίθ και ουσ) pueblo (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pubblicazióne (θηλ.ουσ) puericultóre (ουσ αρσ )
pubblicìsta (ουσ αρσ και θηλ.) puericultrìce (θηλ.ουσ)
pubblicità (θηλ.ουσ) puericultùra (θηλ.ουσ)
pubblicitàrio (ουσ αρσ ) puerìle (επίθ.)
pubblicitàrio (επίθ.) puerilìsmo (ουσ αρσ )
pubblicizzàre (ρ. μτβ.) puerilità (θηλ.ουσ)
pùbblico (ουσ αρσ ) puerilménte (επίρ.)
pùbblico (επίθ.) puerìzia (θηλ.ουσ)
puberàle (επίθ.) puèrpera (θηλ.ουσ)
pùbere (ουσ αρσ και θηλ.) puerperàle (επίθ.)
pùbere (επίθ.) puerpèrio (ουσ αρσ )
pubertà (θηλ.ουσ) puf (ουσ αρσ )
pubescènte (επίθ.) puff (ονοματ.)
pubescènza (θηλ.ουσ) puffìno (ουσ αρσ )
pùbico (επίθ.) pugilàto (ουσ αρσ )
puddellàggio (ουσ αρσ ) pugilatóre (ουσ αρσ )
puddìnga (θηλ.ουσ) pùgile (ουσ αρσ )
pudènda (θηλ.ουσ) pugilìstico (επίθ.)
pudènde (θηλ.ουσ) pùglia (θηλ.ουσ)
pudibóndo (επίθ.) puglièse (ουσ αρσ και θηλ.)
pudicaménte (επίρ.) puglièse (επίθ.)
pudicìzia (θηλ.ουσ) pùgna (θηλ.ουσ)
pudìco (επίθ.) pugnàce (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: