Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

póppa (θηλ.ουσ) porcherìa (θηλ.ουσ)
poppànte (ουσ αρσ και θηλ.) porchétta (θηλ.ουσ)
poppànte (επίθ.) porcigliòne (ουσ αρσ )
poppàre (ρ. μτβ.) porcìle (ουσ αρσ )
poppàta (θηλ.ουσ) porcìno (ουσ αρσ )
poppatóio (ουσ αρσ ) porcìno (επίθ.)
poppière (ουσ αρσ ) pòrco (ουσ αρσ )
poppièro (επίθ.) porcospìno (ουσ αρσ )
poppùto (επίθ.) porsi (ρ.μ. (αντων.))
populazionìsmo (ουσ αρσ ) pòrfido (ουσ αρσ )
popùleo (επίθ.) porfìrico (επίθ.)
populìsmo (ουσ αρσ ) porfirióne (ουσ αρσ )
populìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) porfirìte (θηλ.ουσ)
populìstico (επίθ.) porfiròide (αρσ. επίθ και ουσ)
pòrca (θηλ.ουσ) pòrgere, pórgere (ρ.αμτβ.)
porcaccióne (ουσ αρσ ) pòrgere, pórgere (ρ. μτβ.)
porcàio (ουσ αρσ ) porgersi (ρ.μ. (αντων.))
porcaréccia (θηλ.ουσ) porìferi (ουσ αρσ πληθ.)
porcàro (ουσ αρσ ) pòrno (επίθ.)
porcellàna (θηλ.ουσ) pornografìa (θηλ.ουσ)
porcellanàre (ρ. μτβ.) pornogràfico (επίθ.)
porcellanàto (επίθ.) pornògrafo (ουσ αρσ )
porcellìno (ουσ αρσ ) pòro (ουσ αρσ )
porcèllo (ουσ αρσ ) porosità (θηλ.ουσ)
porcellóne (ουσ αρσ ) poróso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: