Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ombròmetro (ουσ αρσ ) omiciàttolo (ουσ αρσ )
ombrosità (θηλ.ουσ) omicìda (ουσ αρσ και θηλ.)
ombróso (επίθ.) omicìdio (ουσ αρσ )
omèga, òmega (ουσ αρσ και θηλ.) òmicron (ουσ αρσ και θηλ.)
omelette (θηλ.ουσ) omilèta (ουσ αρσ )
omelìa (θηλ.ουσ) omilètica (θηλ.ουσ)
omeliàrio (ουσ αρσ ) omilètico (επίθ.)
omelìsta (ουσ αρσ ) omiliàrio (ουσ αρσ )
omentàle (επίθ.) omìnidi (ουσ αρσ πληθ.)
oménto (ουσ αρσ ) omìno (ουσ αρσ )
omeomorfìsmo (ουσ αρσ ) omissìbile (επίθ.)
omeomòrfo (επίθ.) omissióne (θηλ.ουσ)
omeòpata (ουσ αρσ και θηλ.) òmnibus (αρσ. επίθ και ουσ)
omeopatìa (θηλ.ουσ) omnicomprensivo (επίθ.)
omeopàtico (επίθ.) omnidirezionàle (επίθ.)
omeopatìsta (ουσ αρσ και θηλ.) òmnium (ουσ αρσ )
omeotermìa (θηλ.ουσ) omnìvoro (αρσ. επίθ και ουσ)
omeotèrmo (επίθ.) omocromìa (θηλ.ουσ)
omeràle (επίθ.) omofocàle (επίθ.)
omèrico (επίθ.) omofonìa (θηλ.ουσ)
omerìsta (ουσ αρσ και θηλ.) omofònico (επίθ.)
òmero (ουσ αρσ ) omòfono (αρσ. επίθ και ουσ)
omertà (θηλ.ουσ) omogeneaménte (επίρ.)
ométtere (ρ. μτβ.) omogeneità (θηλ.ουσ)
ométto (ουσ αρσ ) omogeneizzàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: