Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omocromìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [omokroˈmia]

ομοχρωμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omnivoro omofocale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omnibus (αρσ. επίθ και ουσ)
omnicomprensivo (επίθ.)
omnidirezionale (επίθ.)
omnium (ουσ αρσ )
omnivoro (αρσ. επίθ και ουσ)
omocromia (θηλ.ουσ)
omofocale (επίθ.)
omofonia (θηλ.ουσ)
omofonico (επίθ.)
omofono (αρσ. επίθ και ουσ)
omogeneamente (επίρ.)
omogeneità (θηλ.ουσ)
omogeneizzare (ρ. μτβ.)
omogeneizzato (ουσ αρσ )
omogeneizzatore (ουσ αρσ )
omogeneizzazione (θηλ.ουσ)
omogeneo (επίθ.)
omografia (θηλ.ουσ)
omografo (ουσ αρσ )
omografo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---