Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόomòfono
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [oˈmɔfono] 1 ομόφωνος 2 ομοφωνικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |