ItalianoGreco


omologàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [omoloˈgare]

1 εξακριβώνω
2 κυρώνω
3 νομιμοποιώ
4 ελέγχω αξιοπιστία
5 επιδοκιμάζω
6 εγκρίνω
7 επιτρέπω
8 επικυρώνω
9 επιβεβαιώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---