Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omologàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [omoloˈgare]

1 εξακριβώνω
2 κυρώνω
3 νομιμοποιώ
4 ελέγχω αξιοπιστία
5 επιδοκιμάζω
6 εγκρίνω
7 επιτρέπω
8 επικυρώνω
9 επιβεβαιώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omografo omologato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omogeneizzazione (θηλ.ουσ)
omogeneo (επίθ.)
omografia (θηλ.ουσ)
omografo (ουσ αρσ )
omografo (επίθ.)
omologare (ρ. μτβ.)
omologato (επίθ.)
omologazione (θηλ.ουσ)
omologia (θηλ.ουσ)
omologico (επίθ.)
omologo (επίθ.)
omonimia (θηλ.ουσ)
omonimo (ουσ αρσ )
omonimo (επίθ.)
omoplata (ουσ αρσ )
omosessuale (ουσ αρσ )
omosessuale (επίθ.)
omosessualità (θηλ.ουσ)
omotonia (θηλ.ουσ)
omozigosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---