Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόomosessuàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,ɔmosessuˈale] 1 ο ομοφυλόφιλος 2 (volgare) ο πούστης omosessuàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,ɔmosessuˈale] ομοφυλοφιλικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |