Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


óncia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈonʧa]

1 κάτι ασήμαντο και μικρό στο είδος του
2 ουγκιά (μονάδα βάρους 28.349 ή 31.103 γραμμάρια)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onanista onciale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omozigotico (επίθ.)
omuncolo (ουσ αρσ )
onagro (ουσ αρσ )
onanismo (ουσ αρσ )
onanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oncia (θηλ.ουσ)
onciale (επίθ.)
oncogenesi (θηλ.ουσ)
oncogeno (επίθ.)
oncologia (θηλ.ουσ)
oncologico (επίθ.)
oncologo (ουσ αρσ )
oncoterapia (θηλ.ουσ)
onda (θηλ.ουσ)
ondametro (ουσ αρσ )
ondata (θηλ.ουσ)
ondatra (θηλ.ουσ)
onde (σύνδ.)
onde (επίρ.)
ondeggiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---