Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ónda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈonda]

το κύμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oncoterapia ondametro  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare in onda = βγαίνω στον αέρα || ράδιο, τηλεόραση mandare in onda = radio, tv βγάζω στον αέρα || mettere in onda = εκπέμπω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oncogeno (επίθ.)
oncologia (θηλ.ουσ)
oncologico (επίθ.)
oncologo (ουσ αρσ )
oncoterapia (θηλ.ουσ)
onda (θηλ.ουσ)
ondametro (ουσ αρσ )
ondata (θηλ.ουσ)
ondatra (θηλ.ουσ)
onde (σύνδ.)
onde (επίρ.)
ondeggiamento (ουσ αρσ )
ondeggiante (επίθ.)
ondeggiare (ρ.αμτβ.)
ondina (θηλ.ουσ)
ondivago (επίθ.)
ondosità (θηλ.ουσ)
ondoso (επίθ.)
ondulante (επίθ.)
ondulare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---