ItalianoGreco


ondóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [onˈdoso], [onˈdozo]

1 φουρτουνιασμένος
2 τρικυμιώδης
3 κυματοειδής
4 κυματιστός
5 τρικυμισμένος
6 κυματώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---