Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ondóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [onˈdoso], [onˈdozo]

1 φουρτουνιασμένος
2 τρικυμιώδης
3 κυματοειδής
4 κυματιστός
5 τρικυμισμένος
6 κυματώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ondosità ondulante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ondeggiante (επίθ.)
ondeggiare (ρ.αμτβ.)
ondina (θηλ.ουσ)
ondivago (επίθ.)
ondosità (θηλ.ουσ)
ondoso (επίθ.)
ondulante (επίθ.)
ondulare (ρ.αμτβ.)
ondulare (ρ. μτβ.)
ondulato (αρσ. επίθ και ουσ)
ondulatore (ουσ αρσ )
ondulatorio (επίθ.)
ondulazione (θηλ.ουσ)
onduregno (ουσ αρσ )
onduregno (επίθ.)
onerare (ρ. μτβ.)
onere (ουσ αρσ )
onerosità (θηλ.ουσ)
oneroso (επίθ.)
onestà (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---