Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ònere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔnere]

1 φορτίο
2 άχθος
3 ευθύνη
4 φόρτος
5 υποχρέωση
6 καθήκον απόδειξης ενοχής
7 βάσταμα
8 βαρύ αντικείμενο
9 βάρος
10 βάσταγμα
11 φόρτωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onerare onerosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ondulatorio (επίθ.)
ondulazione (θηλ.ουσ)
onduregno (ουσ αρσ )
onduregno (επίθ.)
onerare (ρ. μτβ.)
onere (ουσ αρσ )
onerosità (θηλ.ουσ)
oneroso (επίθ.)
onestà (θηλ.ουσ)
onestamente (επίρ.)
onesto (ουσ αρσ )
onesto (επίθ.)
onfalite (θηλ.ουσ)
onfalo (ουσ αρσ )
onfalocele (ουσ αρσ )
onice (ουσ αρσ και θηλ.)
onicofagia (θηλ.ουσ)
onicosi (θηλ.ουσ)
onirico (επίθ.)
onirologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---