Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόonfalìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [onfaˈlite] 1 φλεγμονή του ομφαλού 2 ομφαλίτιδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |