Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


onfalìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [onfaˈlite]

1 φλεγμονή του ομφαλού
2 ομφαλίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onesto onfalo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oneroso (επίθ.)
onestà (θηλ.ουσ)
onestamente (επίρ.)
onesto (ουσ αρσ )
onesto (επίθ.)
onfalite (θηλ.ουσ)
onfalo (ουσ αρσ )
onfalocele (ουσ αρσ )
onice (ουσ αρσ και θηλ.)
onicofagia (θηλ.ουσ)
onicosi (θηλ.ουσ)
onirico (επίθ.)
onirologia (θηλ.ουσ)
oniromanzia (θηλ.ουσ)
onisco (ουσ αρσ )
onnicomprensivo (επίθ.)
onnipossente (επίθ.)
onnipotente (ουσ αρσ )
onnipotente (επίθ.)
onnipotenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---