Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόonnipotènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,ɔnnipoˈtɛnte] 1 παντοκράτορας 2 παντοδύναμος Θεός onnipotènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,ɔnnipoˈtɛnte] 1 πανίσχυρος 2 παντοδύναμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |