Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόonèsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈnɛsto] 1 τιμιότητα 2 εντιμότητα 3 το τίμιο 4 το σωστό 5 το δίκαιο onèsto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oˈnɛsto] 1 (persona) τίμιος (-α, -ο) 2 (prezzo) λογικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |