Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ondulatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ondulaˈtore]

1 εναλλάκτης συνεχούς-εναλλασσόμενου ρεύματος
2 εργάτης που διαμορφώνει αυλακωτές λαμαρίνες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ondulato ondulatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ondoso (επίθ.)
ondulante (επίθ.)
ondulare (ρ.αμτβ.)
ondulare (ρ. μτβ.)
ondulato (αρσ. επίθ και ουσ)
ondulatore (ουσ αρσ )
ondulatorio (επίθ.)
ondulazione (θηλ.ουσ)
onduregno (ουσ αρσ )
onduregno (επίθ.)
onerare (ρ. μτβ.)
onere (ουσ αρσ )
onerosità (θηλ.ουσ)
oneroso (επίθ.)
onestà (θηλ.ουσ)
onestamente (επίρ.)
onesto (ουσ αρσ )
onesto (επίθ.)
onfalite (θηλ.ουσ)
onfalo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---