Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόònagro, onàgro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔnagro], [oˈnagro] 1 καταπέλτης μεσαιωνικός 2 όναγρος Equus onager permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |