Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


onanìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [onaˈnizmo]

1 μαλακία
2 αυνανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  onagro onanista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omozigosi (θηλ.ουσ)
omozigote (αρσ. επίθ και ουσ)
omozigotico (επίθ.)
omuncolo (ουσ αρσ )
onagro (ουσ αρσ )
onanismo (ουσ αρσ )
onanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oncia (θηλ.ουσ)
onciale (επίθ.)
oncogenesi (θηλ.ουσ)
oncogeno (επίθ.)
oncologia (θηλ.ουσ)
oncologico (επίθ.)
oncologo (ουσ αρσ )
oncoterapia (θηλ.ουσ)
onda (θηλ.ουσ)
ondametro (ουσ αρσ )
ondata (θηλ.ουσ)
ondatra (θηλ.ουσ)
onde (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---