Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omòplata, omoplàta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈmɔplata], [omoˈplata]

ωμοπλάτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omonimo omosessuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omologico (επίθ.)
omologo (επίθ.)
omonimia (θηλ.ουσ)
omonimo (ουσ αρσ )
omonimo (επίθ.)
omoplata (ουσ αρσ )
omosessuale (ουσ αρσ )
omosessuale (επίθ.)
omosessualità (θηλ.ουσ)
omotonia (θηλ.ουσ)
omozigosi (θηλ.ουσ)
omozigote (αρσ. επίθ και ουσ)
omozigotico (επίθ.)
omuncolo (ουσ αρσ )
onagro (ουσ αρσ )
onanismo (ουσ αρσ )
onanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oncia (θηλ.ουσ)
onciale (επίθ.)
oncogenesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---