Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [omoloˈʤia]

1 ομοιότητα
2 αναλογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omologazione omologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omografo (ουσ αρσ )
omografo (επίθ.)
omologare (ρ. μτβ.)
omologato (επίθ.)
omologazione (θηλ.ουσ)
omologia (θηλ.ουσ)
omologico (επίθ.)
omologo (επίθ.)
omonimia (θηλ.ουσ)
omonimo (ουσ αρσ )
omonimo (επίθ.)
omoplata (ουσ αρσ )
omosessuale (ουσ αρσ )
omosessuale (επίθ.)
omosessualità (θηλ.ουσ)
omotonia (θηλ.ουσ)
omozigosi (θηλ.ουσ)
omozigote (αρσ. επίθ και ουσ)
omozigotico (επίθ.)
omuncolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---