Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόomògrafo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈmɔgrafo] ομοιογράφημα omògrafo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oˈmɔgrafo] ομοιογραφικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |