Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈmɔgrafo]

ομοιογράφημα

omògrafo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈmɔgrafo]

ομοιογραφικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omografia omologare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omogeneizzato (ουσ αρσ )
omogeneizzatore (ουσ αρσ )
omogeneizzazione (θηλ.ουσ)
omogeneo (επίθ.)
omografia (θηλ.ουσ)
omografo (ουσ αρσ )
omografo (επίθ.)
omologare (ρ. μτβ.)
omologato (επίθ.)
omologazione (θηλ.ουσ)
omologia (θηλ.ουσ)
omologico (επίθ.)
omologo (επίθ.)
omonimia (θηλ.ουσ)
omonimo (ουσ αρσ )
omonimo (επίθ.)
omoplata (ουσ αρσ )
omosessuale (ουσ αρσ )
omosessuale (επίθ.)
omosessualità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---