Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omogeneizzàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [omoʤeneidˈdzato]

οι ομογενοποημένες τροφές (f.)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omogeneizzare omogeneizzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omofonico (επίθ.)
omofono (αρσ. επίθ και ουσ)
omogeneamente (επίρ.)
omogeneità (θηλ.ουσ)
omogeneizzare (ρ. μτβ.)
omogeneizzato (ουσ αρσ )
omogeneizzatore (ουσ αρσ )
omogeneizzazione (θηλ.ουσ)
omogeneo (επίθ.)
omografia (θηλ.ουσ)
omografo (ουσ αρσ )
omografo (επίθ.)
omologare (ρ. μτβ.)
omologato (επίθ.)
omologazione (θηλ.ουσ)
omologia (θηλ.ουσ)
omologico (επίθ.)
omologo (επίθ.)
omonimia (θηλ.ουσ)
omonimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---