Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manualìstico (επίθ.) maquillage (ουσ αρσ )
manualità (θηλ.ουσ) maquis (ουσ αρσ και θηλ.)
manualizzàre (ρ. μτβ.) marabù (ουσ αρσ )
manualménte (επίρ.) marabùtto (ουσ αρσ )
manùbrio (ουσ αρσ ) maraca (θηλ.ουσ)
manufàtto (αρσ. επίθ και ουσ) marachèlla (θηλ.ουσ)
manutèngolo (ουσ αρσ ) maragià (ουσ αρσ )
manutentóre (αρσ. επίθ και ουσ) maramàldo (ουσ αρσ )
manutenzióne (θηλ.ουσ) maramèo (επιφ.)
manzanilla (θηλ.ουσ) marangóne (ουσ αρσ )
mànzo (ουσ αρσ ) marànta (θηλ.ουσ)
manzoniàno (ουσ αρσ ) maràsca (θηλ.ουσ)
manzoniàno (επίθ.) maraschìno (ουσ αρσ )
maoìsmo (ουσ αρσ ) maràsco (ουσ αρσ )
maoìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) maràsma (ουσ αρσ )
maomettàno (ουσ αρσ ) maràsso (ουσ αρσ )
maomettàno (επίθ.) maratóna (θηλ.ουσ)
maomettìsmo (ουσ αρσ ) maratonèta (ουσ αρσ και θηλ.)
Maométto (κύρ.όν. αρσ.) maravìglia (θηλ.ουσ)
maóna (θηλ.ουσ) marc' (επιφ.)
maònia (θηλ.ουσ) màrca (θηλ.ουσ)
maòri, màori (ουσ αρσ ) marcaménto (ουσ αρσ )
maòri, màori (επίθ.) marcantònia (θηλ.ουσ)
màppa (θηλ.ουσ) marcantònio (ουσ αρσ )
mappamóndo (ουσ αρσ ) marcapèzzi (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: