Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

manganése (ουσ αρσ ) mangiaùfo (ουσ αρσ και θηλ.)
mangànico (επίθ.) mangìme (ουσ αρσ )
manganìna (θηλ.ουσ) mangióne (ουσ αρσ )
manganìte (θηλ.ουσ) mangiucchiàre (ρ. μτβ.)
màngano (ουσ αρσ ) màngo (ουσ αρσ )
manganóso (επίθ.) mangósta (θηλ.ουσ)
mangeréccio (επίθ.) mangostàno (ουσ αρσ )
mangerìa (θηλ.ουσ) mangròvia (θηλ.ουσ)
mangiàbile (επίθ.) mangùsta (θηλ.ουσ)
mangiacàrte (ουσ αρσ και θηλ.) màni (ουσ αρσ πληθ.)
mangiacristiàni (ουσ αρσ και θηλ.) manìa (θηλ.ουσ)
mangiadìschi (ουσ αρσ ) maniacàle (επίθ.)
mangiafùmo (αρσ. επίθ και ουσ) manìaco (ουσ αρσ )
mangiamòccoli (ουσ αρσ και θηλ.) manìaco (επίθ.)
mangianàstri (ουσ αρσ ) mànica (θηλ.ουσ)
mangiapàne (ουσ αρσ και θηλ.) manicàio (ουσ αρσ )
mangiapolènta (ουσ αρσ και θηλ.) manicarétto (ουσ αρσ )
mangiaprèti (ουσ αρσ και θηλ.) manicheìsmo (ουσ αρσ )
mangiàre (ουσ αρσ ) manichèo (ουσ αρσ )
mangiàre (ρ. μτβ.) manichèo (επίθ.)
mangiarìno (ουσ αρσ ) manichétta (θηλ.ουσ)
mangiàta (θηλ.ουσ) manichìno (ουσ αρσ )
mangiatóia (θηλ.ουσ) mànico (ουσ αρσ και θηλ.)
mangiatóre (ουσ αρσ ) manicomiàle (επίθ.)
mangiatùtto (ουσ αρσ και θηλ.) manicòmio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: