Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iscùria (θηλ.ουσ) isocromàtico (επίθ.)
isìaco (αρσ. επίθ και ουσ) isocronìsmo (ουσ αρσ )
ìside (θηλ.ουσ) isòcrono (επίθ.)
Isidòro (κύρ.όν. αρσ.) isodinàmica (θηλ.ουσ)
islàm, ìslam (ουσ αρσ ) isodinàmico (επίθ.)
islàmico (ουσ αρσ ) isoelèttrico (επίθ.)
islàmico (επίθ.) isogamète (ουσ αρσ )
islamìsmo (ουσ αρσ ) isogamìa (θηλ.ουσ)
islamìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) isògamo (επίθ.)
islamìtico (επίθ.) isògona (θηλ.ουσ)
islamizzàre (ρ. μτβ.) isogònico (επίθ.)
islamizzazióne (θηλ.ουσ) isògono (επίθ.)
Islànda (θηλ.ουσ) isoièta (θηλ.ουσ)
islandése (ουσ αρσ και θηλ.) isoìpsa (θηλ.ουσ)
islandése (επίθ.) ìsola (θηλ.ουσ)
Ismaèle (κύρ.όν. αρσ.) isolàbile (επίθ.)
ismaeliàno (αρσ. επίθ και ουσ) isolaménto (ουσ αρσ )
ismaelìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) isolàno (ουσ αρσ )
isoalìna (θηλ.ουσ) isolàno (επίθ.)
isòbara (θηλ.ουσ) isolànte (επίθ.)
isobàrico (επίθ.) isolàre (ρ. μτβ.)
isòbaro (επίθ.) isolarsi (ρ.μ. (αντων.))
isòbata (θηλ.ουσ) isolàto (ουσ αρσ )
isoclìna (θηλ.ουσ) isolàto (επίθ.)
isoclinàle (επίθ.) isolatóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: