Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόìsola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈizola] το νησί permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαisola [θηλ.] pedonale = ο πεζόδρομος || Isole [θηλ. πλυθ.] Ionie = Ιόνια Νησιά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |