Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìsola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈizola]

το νησί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isoipsa isolabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


isola [θηλ.] pedonale = ο πεζόδρομος || Isole [θηλ. πλυθ.] Ionie = Ιόνια Νησιά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

isogona (θηλ.ουσ)
isogonico (επίθ.)
isogono (επίθ.)
isoieta (θηλ.ουσ)
isoipsa (θηλ.ουσ)
isola (θηλ.ουσ)
isolabile (επίθ.)
isolamento (ουσ αρσ )
isolano (ουσ αρσ )
isolano (επίθ.)
isolante (επίθ.)
isolare (ρ. μτβ.)
isolarsi (ρ.μ. (αντων.))
isolato (ουσ αρσ )
isolato (επίθ.)
isolatore (ουσ αρσ )
isolazionismo (ουσ αρσ )
isolazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
isolazionista (επίθ.)
isolazionistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---