Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isolàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [izoˈlato]

το οικοδομικό τετράγωνο

isolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [izoˈlato]

απομονωμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isolarsi isolatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

isolano (ουσ αρσ )
isolano (επίθ.)
isolante (επίθ.)
isolare (ρ. μτβ.)
isolarsi (ρ.μ. (αντων.))
isolato (ουσ αρσ )
isolato (επίθ.)
isolatore (ουσ αρσ )
isolazionismo (ουσ αρσ )
isolazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
isolazionista (επίθ.)
isolazionistico (επίθ.)
isoletta (θηλ.ουσ)
isolotto (ουσ αρσ )
isomeria (θηλ.ουσ)
isomerico (επίθ.)
isomerizzazione (θηλ.ουσ)
isomero (ουσ αρσ )
isomero (επίθ.)
isometrica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---