Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόisomèrico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [izoˈmɛriko] 1 ισομερής 2 αποτελούμενος από ίσα μέρη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |