Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isoottàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,izootˈtano]

ισο-οκτάνιο (υγρός υδρογονάνθρακας (CH_3)_2CHCH_2C(CH_3)_3)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isonomia isopodi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

isometrica (θηλ.ουσ)
isometrico (επίθ.)
isomorfismo (ουσ αρσ )
isomorfo (επίθ.)
isonomia (θηλ.ουσ)
isoottano (ουσ αρσ )
isopodi (ουσ αρσ πληθ.)
isoprene (ουσ αρσ )
isoscele (επίθ.)
isosismica (θηλ.ουσ)
isosismico (επίθ.)
isostasi (θηλ.ουσ)
isostasia (θηλ.ουσ)
isostatico (επίθ.)
isotattico (επίθ.)
isotera (θηλ.ουσ)
isoterma (θηλ.ουσ)
isotermico (επίθ.)
isotermo (επίθ.)
isotero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---