Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόisoottàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,izootˈtano] ισο-οκτάνιο (υγρός υδρογονάνθρακας (CH_3)_2CHCH_2C(CH_3)_3) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |