Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isòstasi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈzɔstazi]

ισοστασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isosismico isostasia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

isopodi (ουσ αρσ πληθ.)
isoprene (ουσ αρσ )
isoscele (επίθ.)
isosismica (θηλ.ουσ)
isosismico (επίθ.)
isostasi (θηλ.ουσ)
isostasia (θηλ.ουσ)
isostatico (επίθ.)
isotattico (επίθ.)
isotera (θηλ.ουσ)
isoterma (θηλ.ουσ)
isotermico (επίθ.)
isotermo (επίθ.)
isotero (επίθ.)
isotonico (επίθ.)
isotopia (θηλ.ουσ)
isotopo (ουσ αρσ )
isotropia (θηλ.ουσ)
isotropico (επίθ.)
isotropo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---