Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isòtera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈzɔtera]

γραμμή ίσων θερμοκρασιών κατά το θέρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isotattico isoterma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

isosismico (επίθ.)
isostasi (θηλ.ουσ)
isostasia (θηλ.ουσ)
isostatico (επίθ.)
isotattico (επίθ.)
isotera (θηλ.ουσ)
isoterma (θηλ.ουσ)
isotermico (επίθ.)
isotermo (επίθ.)
isotero (επίθ.)
isotonico (επίθ.)
isotopia (θηλ.ουσ)
isotopo (ουσ αρσ )
isotropia (θηλ.ουσ)
isotropico (επίθ.)
isotropo (επίθ.)
Isotta (κύρ.όν. θηλ.)
ispanico (επίθ.)
ispanismo (ουσ αρσ )
ispanista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---