Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isògona  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈzɔgona]

ισογωνική γραμμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isogamo isogonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

isodinamico (επίθ.)
isoelettrico (επίθ.)
isogamete (ουσ αρσ )
isogamia (θηλ.ουσ)
isogamo (επίθ.)
isogona (θηλ.ουσ)
isogonico (επίθ.)
isogono (επίθ.)
isoieta (θηλ.ουσ)
isoipsa (θηλ.ουσ)
isola (θηλ.ουσ)
isolabile (επίθ.)
isolamento (ουσ αρσ )
isolano (ουσ αρσ )
isolano (επίθ.)
isolante (επίθ.)
isolare (ρ. μτβ.)
isolarsi (ρ.μ. (αντων.))
isolato (ουσ αρσ )
isolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---