Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ferràio (ουσ αρσ ) ferromodellìsmo (ουσ αρσ )
ferraiòlo (ουσ αρσ ) ferromodellìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
ferràme (ουσ αρσ ) ferróso (επίθ.)
ferraménta (ουσ αρσ και θηλ.) ferrotranviàrio (επίθ.)
ferraménto (ουσ αρσ ) ferrotranvière (ουσ αρσ )
ferràre (ρ. μτβ.) ferrovìa (θηλ.ουσ)
ferraréccia (θηλ.ουσ) ferroviàrio (επίθ.)
ferràta (θηλ.ουσ) ferrovière (ουσ αρσ )
ferràto (επίθ.) ferrugìgno (επίθ.)
ferratùra (θηλ.ουσ) ferruginosità (θηλ.ουσ)
ferravècchio (ουσ αρσ ) ferruginóso (επίθ.)
fèrreo (επίθ.) ferry–boat (ουσ αρσ )
ferrétto (ουσ αρσ ) fèrtile (επίθ.)
fèrrico (επίθ.) fertilità (θηλ.ουσ)
ferrièra (θηλ.ουσ) fertilizzànte (ουσ αρσ )
ferrìfero (επίθ.) fertilizzànte (επίθ.)
ferrìgno (επίθ.) fertilizzàre (ρ. μτβ.)
ferrìte (θηλ.ουσ) fertilizzazióne (θηλ.ουσ)
fèrro (ουσ αρσ ) fèrula (θηλ.ουσ)
ferroceménto (ουσ αρσ ) fervènte (επίθ.)
ferroelettricità (θηλ.ουσ) fèrvere (ρ.αμτβ.)
ferroelèttrico (επίθ.) fèrvido (επίθ.)
ferroléga (θηλ.ουσ) fervóre (ουσ αρσ )
ferromagnètico (επίθ.) fervorìno (ουσ αρσ )
ferromagnetìsmo (ουσ αρσ ) fervoróso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: