Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fertilizzànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fertilidˈdzante]

λίπασμα

fertilizzànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fertilidˈdzante]

γονιμοποιητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fertilità fertilizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ferruginosità (θηλ.ουσ)
ferruginoso (επίθ.)
ferry–boat (ουσ αρσ )
fertile (επίθ.)
fertilità (θηλ.ουσ)
fertilizzante (ουσ αρσ )
fertilizzante (επίθ.)
fertilizzare (ρ. μτβ.)
fertilizzazione (θηλ.ουσ)
ferula (θηλ.ουσ)
fervente (επίθ.)
fervere (ρ.αμτβ.)
fervido (επίθ.)
fervore (ουσ αρσ )
fervorino (ουσ αρσ )
fervoroso (επίθ.)
ferzo (ουσ αρσ )
fesa (θηλ.ουσ)
fescennino (αρσ. επίθ και ουσ)
fessacchiotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---