Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fervóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ferˈvore]

1 ζέση
2 φλογερότητα
3 φλόγα
4 πάθος
5 θερμότητα μεγάλη
6 κάψα
7 καύσος
8 έξαψη
9 θέρμη
10 πάθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fervido fervorino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fertilizzazione (θηλ.ουσ)
ferula (θηλ.ουσ)
fervente (επίθ.)
fervere (ρ.αμτβ.)
fervido (επίθ.)
fervore (ουσ αρσ )
fervorino (ουσ αρσ )
fervoroso (επίθ.)
ferzo (ουσ αρσ )
fesa (θηλ.ουσ)
fescennino (αρσ. επίθ και ουσ)
fessacchiotto (ουσ αρσ )
fesseria (θηλ.ουσ)
fesso (ουσ αρσ )
fesso (επίθ.)
fessura (θηλ.ουσ)
festa (θηλ.ουσ)
festaiolo (ουσ αρσ )
festaiolo (επίθ.)
festante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---