Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fertilizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fertiliddzatˈtsjone]

1 γονιμοποίηση
2 λίπανση
3 εμπλουτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fertilizzare ferula  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fertile (επίθ.)
fertilità (θηλ.ουσ)
fertilizzante (ουσ αρσ )
fertilizzante (επίθ.)
fertilizzare (ρ. μτβ.)
fertilizzazione (θηλ.ουσ)
ferula (θηλ.ουσ)
fervente (επίθ.)
fervere (ρ.αμτβ.)
fervido (επίθ.)
fervore (ουσ αρσ )
fervorino (ουσ αρσ )
fervoroso (επίθ.)
ferzo (ουσ αρσ )
fesa (θηλ.ουσ)
fescennino (αρσ. επίθ και ουσ)
fessacchiotto (ουσ αρσ )
fesseria (θηλ.ουσ)
fesso (ουσ αρσ )
fesso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---