Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fèrzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɛrtso]

τόπι υφάσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fervoroso fesa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fervere (ρ.αμτβ.)
fervido (επίθ.)
fervore (ουσ αρσ )
fervorino (ουσ αρσ )
fervoroso (επίθ.)
ferzo (ουσ αρσ )
fesa (θηλ.ουσ)
fescennino (αρσ. επίθ και ουσ)
fessacchiotto (ουσ αρσ )
fesseria (θηλ.ουσ)
fesso (ουσ αρσ )
fesso (επίθ.)
fessura (θηλ.ουσ)
festa (θηλ.ουσ)
festaiolo (ουσ αρσ )
festaiolo (επίθ.)
festante (επίθ.)
festeggiamento (ουσ αρσ )
festeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
festeggiato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---