Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόferry–boat
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,fɛrriˈbot] 1 πορθμείο 2 φεριμπότ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |