Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ferrovière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ferroˈvjɛre]

ο σιδηροδρομικός υπάλληλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ferroviario ferrugigno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ferroso (επίθ.)
ferrotranviario (επίθ.)
ferrotranviere (ουσ αρσ )
ferrovia (θηλ.ουσ)
ferroviario (επίθ.)
ferroviere (ουσ αρσ )
ferrugigno (επίθ.)
ferruginosità (θηλ.ουσ)
ferruginoso (επίθ.)
ferry–boat (ουσ αρσ )
fertile (επίθ.)
fertilità (θηλ.ουσ)
fertilizzante (ουσ αρσ )
fertilizzante (επίθ.)
fertilizzare (ρ. μτβ.)
fertilizzazione (θηλ.ουσ)
ferula (θηλ.ουσ)
fervente (επίθ.)
fervere (ρ.αμτβ.)
fervido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---