Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόferroviàrio
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ferroviˈarjo] σιδηροδρομικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstazione [θηλ.] ferroviaria = ο σιδηροδρομικός σταθμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |