Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ferroceménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,fɛrroʧeˈmento]

1 ενισχυμένο σκυρόδεμα
2 μπετόν αρμέ
3 ενισχυμένο με σίδερο τσιμέντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ferro ferroelettricità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ferriera (θηλ.ουσ)
ferrifero (επίθ.)
ferrigno (επίθ.)
ferrite (θηλ.ουσ)
ferro (ουσ αρσ )
ferrocemento (ουσ αρσ )
ferroelettricità (θηλ.ουσ)
ferroelettrico (επίθ.)
ferrolega (θηλ.ουσ)
ferromagnetico (επίθ.)
ferromagnetismo (ουσ αρσ )
ferromodellismo (ουσ αρσ )
ferromodellista (ουσ αρσ και θηλ.)
ferroso (επίθ.)
ferrotranviario (επίθ.)
ferrotranviere (ουσ αρσ )
ferrovia (θηλ.ουσ)
ferroviario (επίθ.)
ferroviere (ουσ αρσ )
ferrugigno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---