Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόferroceménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,fɛrroʧeˈmento] 1 ενισχυμένο σκυρόδεμα 2 μπετόν αρμέ 3 ενισχυμένο με σίδερο τσιμέντο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |