Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

equilibrìsta (ουσ αρσ και θηλ.) equivocàre (ρ.αμτβ.)
equìno (ουσ αρσ ) equivocità (θηλ.ουσ)
equìno (επίθ.) equìvoco (ουσ αρσ )
equinoziàle (επίθ.) equìvoco (επίθ.)
equinòzio (ουσ αρσ ) èquo (επίθ.)
equipaggiaménto (ουσ αρσ ) èra (θηλ.ουσ)
equipaggiàre (ρ. μτβ.) Èracle (κύρ.όν. αρσ.)
equipaggiarsi (ρ.μ. (αντων.)) erariàle (επίθ.)
equipaggiàto (επίθ.) eràrio (ουσ αρσ )
equipàggio (ουσ αρσ ) erasmiàno (επίθ.)
equiparàbile (επίθ.) Eràsmo (κύρ.όν. αρσ.)
equiparàre (ρ. μτβ.) èrba (θηλ.ουσ)
equiparazióne (θηλ.ουσ) erbàccia (θηλ.ουσ)
equipartizióne (θηλ.ουσ) erbàceo (επίθ.)
équipe (θηλ.ουσ) erbàggio (ουσ αρσ )
equipollènte (επίθ.) erbàio (ουσ αρσ )
equipollènza (θηλ.ουσ) erbaiòlo (ουσ αρσ )
equipotenziàle (επίθ.) erbàrio (ουσ αρσ )
equiséto (ουσ αρσ ) erbàtico (ουσ αρσ )
equità (θηλ.ουσ) erbàto (επίθ.)
equitazióne (θηλ.ουσ) erbatùra (θηλ.ουσ)
equivalènte (αρσ. επίθ και ουσ) erbicìda (ουσ αρσ )
equivalènza (θηλ.ουσ) èrbio (ουσ αρσ )
equivalére (ρ.αμτβ.) erbire (ρ.αμτβ.)
equivalersi (ρ.μ. (αντων.)) erbivéndolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: